ισαθάνατος

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

ἰσαθάνατος, -ον (Α)
ίσος, όμοιος προς τους αθάνατους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἀθάνατος.