ισοβίτης

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source

Greek Monolingual

ο ισόβιος
ο καταδικασμένος σε ισόβια δεσμά, ο κατάδικος που εκτίει ποινή ισόβιων δεσμών.