ισχιορρώξ
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
Greek Monolingual
ἰσχιορρώξ, ὁ (Μ)
(ενν. στίχος) ισχιορρωγικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + ρώξ «ρωγμή» (< ρήγνυμι) με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].