ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
ἰσόνεκυς, -νέκυος, ό, ἡ (Α)όμοιος με νεκρό, σαν νεκρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + νέκυς «νεκρός»].