ἰσόνεκυς

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόνεκυς Medium diacritics: ἰσόνεκυς Low diacritics: ισόνεκυς Capitals: ΙΣΟΝΕΚΥΣ
Transliteration A: isónekys Transliteration B: isonekys Transliteration C: isonekys Beta Code: i)so/nekus

English (LSJ)

υος, ὁ, ἡ, dying equally or alike, E.Or.200 (lyr.), ubi v. Sch.

German (Pape)

[Seite 1265] als Leichnam gleich, eben so gestorben, Eur. Or. 200.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
semblable à un mort.
Étymologie: ἴσος, νέκυς.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόνεκυς: υος adj. подобный мертвецу (ὀλόμεθ᾽ ἰσονέκυες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόνεκυς: -υος, ὁ, ἡ, ἴσοςὅμοιος νεκρῷ, ὀλόμεθ’ ἰσονέ­κυες, ὀλόμεθ’ Eὐρ. Ὀρ. 200, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.

Greek Monolingual

ἰσόνεκυς, -νέκυος, ό, ἡ (Α)
όμοιος με νεκρό, σαν νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + νέκυς «νεκρός»].

Greek Monotonic

ἰσόνεκυς: -υος, ὁ, ἡ, ίσος ή όμοιος με νεκρό, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἰσό-νεκυς, υος
dying equally or alike, Eur.