ιχθυήματα

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420

Greek Monolingual

ἰχθυήματα, τὰ (Α) ιχθύς
1. λέπια ψαριών
2. όσα μοιάζουν με λεπίδες, με λέπια («ἰχθυήματα λωτοῦ», Ιπποκρ.).