κάλλιο

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

και κάλλια και καλλιάκάλλιο)
επίρρ. βλ. κάλλιος.