Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Menander, Monostichoi, 185Greek Monotonic
κέκλοφα: παρακ. του κλέπτω.
Russian (Dvoretsky)
κέκλοφα: pf. к κλέπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέκλοφα indic. perf. act. van κλέπτω.