κέχλαδον

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

Greek Monotonic

κέχλᾰδον: ποιητ. αναδιπλ. αορ. βʹ του χλάδω.

Russian (Dvoretsky)

κέχλᾱδον: дор. aor. 2 к *χλάδω.