πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
κέχλᾰδον: ποιητ. αναδιπλ. αορ. βʹ του χλάδω.
κέχλᾱδον: дор. aor. 2 к *χλάδω.