καθοράομαι

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

French (Bailly abrégé)

Moy. καθοράομαι, καθορῶμαι = voir d'en haut, contempler : ἐπὶ αἶαν IL la terre.
Étymologie: κατά, ὁράω.