καλαμίδι

From LSJ

κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.

Source

Greek Monolingual

το (Μ καλαμίδι και καλαμίδιν)
1. αλιευτικό εργαλείο από καλάμι
2. ράβδος από καλάμι που χρησιμοποιείται για τη διασταύρωση τών νημάτων κατά την ύφανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι(ν) + κατάλ. -ίδι].