καλεσιά

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

η καλώ
1. κάλεσμα
2. (περιληπτ.) το σύνολο τών προσκεκλημένων, οι καλεσμένοι.