κάλεσμα

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

το (Μ κάλεσμα[ν]) καλώ
1. πρόσκληση
2. στον πληθ. τὰ καλέσματα
οι προσκεκλημένοι
μσν.
α) μτφ. συμπόσιο
β) προσφορά, τα προσφερόμενα στο τραπέζι φαγητά για τους καλεσμένους.