καλκάνι

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source

Greek Monolingual

το
1. είδος ψαριού
2. ναυτ. η κορώνη του πλοίου
3. (για οικοδομές) τα τρίγωνα της στέγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalkan].