ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
το1. είδος ψαριού2. ναυτ. η κορώνη του πλοίου3. (για οικοδομές) τα τρίγωνα της στέγης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalkan].