καλκάνι

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

το
1. είδος ψαριού
2. ναυτ. η κορώνη του πλοίου
3. (για οικοδομές) τα τρίγωνα της στέγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalkan].