καλλίης

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source

Greek (Liddell-Scott)

καλλίης: καλλίας, πίθηκος, ὅκως τις καλλίης κάτω κύπτων Ἡρώνδ. ΙΙΙ. 41.

Greek Monolingual

καλλίης, ὁ (Α)
βλ. καλλίας.