γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
καλλίης: καλλίας, πίθηκος, ὅκως τις καλλίης κάτω κύπτων Ἡρώνδ. ΙΙΙ. 41.
καλλίης, ὁ (Α)βλ. καλλίας.