καλλίας
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
-ου (Lacon. καλλίαρ Hsch.), ὁ, = πίθηκος, tame ape, Din. Fr.6.2; Ion. καλλίης Herod.3.41: a euphemism, cf. Gal.18(2).236, 611.
German (Pape)
[Seite 1309] ὁ, eine Art Affen, die von den Athenern häufig im Hause gehalten wurde; Din. bei Suid.; Galen.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίας: -ου, ὁ, ― πίθηκος, ἡμερωμένος, οἵους διετήρουν κοινῶς ἐν Ἀθήναις, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ., πρβλ. Πινδ. Π. 2. 132· ― (Εὐφημισμός, ἴδε Γαλην. 18. 2, 236 καὶ 611)· ― παρὰ Λάκωσι, καθ’ Ἡσύχ. «καλλίαρ· πίθηκος».
Greek Monolingual
καλλίας, ιων. τ. καλλίης και δωρ. τ. καλλίαρ, ὁ (Α)
εξημερωμένος πίθηκος, οικιακό ζώο στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος κατ' αστεϊσμό ή ίσως και κατ' ευφημισμό. Ανάλογη η περίπτωση της μσν. ινδ. προσφωνήσεως του πιθήκου su-mukha- «καλλιπρόσωπος»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: ape (Din., Herod., H.).
Other forms: Ion. -ίης, Dor. (H.) -ίαρ
Derivatives: PN Καλλίας
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From the PN which one connects with κάλλος, joking or euphemistic (Gal. 18: 2, 236 a. 611)? Cf. Kretschmer KZ 33, 560, Wiener Eranos (1909) 122; Indian parallel in meaning in Schulze KZ 56, 124 (= Kl. Schr. 370): MInd. su-mukha (i.e. καλλιπρόσωπος) as address to an ape; cf. also Spitzer KZ 57, 63
Frisk Etymology German
καλλίας: {kallías}
Forms: ion. -ίης, dor. (H.) -ίαρ
Grammar: m.
Meaning: Affe (Din., Herod., H.).
Etymology: Aus dem PN Καλλίας mit Beziehung auf κάλλος und Übergang zum Appellativum, scherzhaft oder euphemistisch (Gal. 18: 2, 236 u. 611). Vgl. Kretschmer KZ 33, 560, Wiener Eranos (1909) 122; indische Bedeutungsparallele bei Schulze KZ 56, 124 (= Kl. Schr. 370): mind. su-mukha (d. i. καλλιπρόσωπος) als Anrede an einen Affen; vgl. noch Spitzer KZ 57, 63
Page 1,765