καλόπιασμα
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn
Greek Monolingual
το καλοπιάνω
1. περιποιητική συμπεριφορά, γλυκομίλημα, καλομεταχείριση, θωπεία
2. η προσπάθεια εξιλεώσεως, εξευμενισμού με θωπευτικά, παρηγορητικά λόγια.