καμέλια

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual


διακοσμητικό φυτό που ανήκει στο γένος τών θεοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. camelia < νεολατ. camellia < κύριο όν. Camelli, μοναχός που έφερε το φυτό από την τροπική Ασία τον 17ο αιώνα].