καμακιά

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

η (Μ καμακιά) καμάκι
χτύπημα με καμάκι
νεοελλ.
το αποτέλεσμα της προσπάθειας νεαρού ερωτύλου να προσελκύσει μια γυναίκασήμερα είχε [ή έκανε] μια καλή καμακιά».