καμαροφρύδι

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

και καμαρόφρυδο, το
λεπτό και καμαρωτό, τοξοειδές φρύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + φρύδι].