καμάρα
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
Ion. καμάρη [μᾰ], ἡ,
A anything with an arched cover, covered carriage, Hdt.1.199, D.C.36.49; covered boat or barge, Str.11.2.12, cf. Gell.10.25; vaulted chamber, Agatharch.62, PStrassb.91.5 (i B.C.), D.S.18.26, BGU731 (ii A.D.); vault of a tomb, CIG2241 (Chios), 3007 (Ephesus), 3104 (Teos), IG7.2725.4(Acraeph.); vault of heaven, LXX Is.40.22; vaulted ceiling, τοῦ ἑπτακλίνου PCair.Zen.445.9 (iii B.C.); tester-bed, Arr.An.7.25.4; vaulted sewer, as Glossaria on ψαλίς, Sch.Pl.Lg. 947d, Hsch.
II Medic., hollow near the auditory meatus, Poll. 2.86.
III pl., = ζῶναι στρατιωτικαί, Hsch. (Cf. Avest. kamarā 'girdle', Lat. camurus, unless Carian, cf. καμαρός ΙΙ.)
German (Pape)
[Seite 1316] ἡ, Gewölbe, alles mit einer gewölbten Decke Versehene, bei Her. 1, 199 ein verdeckter Wagen, Poll. 10, 52 ὄχημα κατάστεγον, vgl. D. C. 36, 32; gewölbtes Zimmer, D. Sic. 2, 9; bei Arr. An. 7, 25, 5 Schlafgemach oder Himmelbett; eine flache, bedeckte Gondel, Strab. XI, 495. – Bei Poll. 2, 86 die Ohrhöhle. – Nach Phot. bibl. p. 454, 33 nicht attisch.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voûte, d'où
1 chambre voûtée;
2 sorte de char couvert.
Étymologie: R. Καμ, être recourbé, cf. κάμπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καμάρα -ας, ἡ, Ion. -η huifkar.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμάρα: ион. κᾰμάρη (μᾰ) ἡ
1 крытая повозка со сводчатым верхом Her.;
2 сводчатая комната Diod.
Greek Monolingual
η (AM καμάρα, Α ιων. τ. καμάρη)
1. θολωτή στέγη, τοξοειδής αψίδα, ημικυλινδρικός θόλος από πέτρα ή άλλο υλικό
2. ανατ. φρ. «καμάρα του αφτιού» ή «καμάρα τοῦ ὠτός» ή «καμάρα τοῦ ὠτίου» — το κοίλο εξωτερικό μέρος του αφτιού
νεοελλ.
φρ. «καμάρα ποδιού» — η αψιδωτή καμπύλη του πέλματος του ποδιού
νεοελλ.-μσν.
γεν. γέφυρα, ως το κατ' εξοχήν θολωτό οικοδόμημα
μσν.
1. στοά
2. κελί
αρχ.
1. καθετί που έχει θολωτή στέγη, σκεπαστή άμαξα, θολωτός θάλαμος κ.λπ. («ἐπὶ ζευγέων ἐν καμάρησι ἐλάσασαι», Ηρόδ.)
2. ο θόλος του ουρανού
3. ακάτιο με στέγη, στεγασμένη, λέμβος («ἀκάτια ἔχοντες λεπτὰ... και κοῦφα... καλοῦσι δ' αὐτὰ καμάρας», Στράβ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. αἱ καμάραι
στρατιωτικές ζώνες
5. επιγρ. ο θόλος τάφου
6. θάλαμος ύπνου ή κρεβάτι που έχει πάνω του «ουρανό»
7. (σχόλ. στη λ. ψαλίς) θολωτός οχετός, υπόνομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με αβεστικό kamarā «ζώνη», πρβλ. και τις γλώσσες του Ησύχ.: καμάραι
ζῶναι στρατιωτικαί και καμαρίς
κοσμάριον γυναικεῖον. Τη λ. καμάρα δανείστηκε η λατ. με τη μορφή camera και στη συνέχεια η γερμανική, η σλαβική και η βαλτική.
ΠΑΡ. καμαρώνω(-ώ)
αρχ.
καμαρεύω, καμαρικός, καμαρώδης
αρχ.-μσν.
καμάριον.
ΣΥΝΘ. καμαροειδής
μσν.
καμαρόπετρα, καμαροσυσταμένος, καμαροτριχάρης
(μσν-νεοελλ.) καμαροφρύδης
νεοελλ.
καμαρόπορτα, καμαρόφρυδο].
Greek Monotonic
κᾰμάρα: Ιων. -ρη [μᾰ], ἡ, Λατ. camera, καθετί που έχει θολωτό σκέπασμα, σκεπαστή άμαξα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμάρα: Ἰων. -ρη μᾰ, ἡ, Λατ. camera, πᾶν πρᾶγμα ἔχον θολωτὸν σκέπασμα, σκεπαστὴ ἅμαξα, Ἡρόδ. 1. 199· ἐστεγασμένον ἀκάτιον λεπτὸν στενὸν καὶ κοῦφον, Στράβ. 495· θάλαμος θολωτός, Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 454. 33, Διόδ. 2. 9· ὁ θόλος τάφου, «καμάρα», Συλλ. Ἐπιγρ. 2241, 3007, 3104, κ. ἀλλ.· κλίνη μὲ οὐρανόν, Ἀρρ. Ἀν. 7. 25, 5· θολωτὸς ὑπόνομος, Σχόλ. παρὰ τῷ Λοβ. Παθ. 223. ΙΙ. ὡς ἰατρικὸς ὅρος, τὸ κοῖλον τοῦ ὠτός, Πολυδ. Β΄, 86. (Ζενδ. Kamara (θόλος, ζώνη), Λατ. camurus? ἀλλὰ τὸ camera πιθαν. ἐλήφθη ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς: - ἴσως αἱ λέξεις: κμέλεθρον, μέλαθρον συγγενεύουσι πρὸς τὸ καμάρα, Κούρτ. ἀρ. 31a).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: vault, vaulted room, wagon and bark with vaulted roof (Hdt., LXX, Str.).
Dialectal forms: Ion. -ρη
Derivatives: - καμάριον (inscr.), καμαρία κοιτὼν καμάρας ἔχων H., καμαρικός with a vault (Ath. Mech.). Denomin. verbs: 1. καμαρόω provide with a vault with καμάρωσις vault (hell.), καμάρ-ωμα vault (Str., Gal.), -ωτός vaulted (Str.), -ωτικός used in vaulting (pap.); 2. καμαρεύω bring together, exert oneself (H.). - Further καμάρης δέσμης, καμάραι ζῶναι στρατιωτικαί, καμαρίς κοσμάριον γυναικεῖον H.; cf. below.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] from X
Etymology: καμάρα recalls Av. kamarā girdle, with different meaning, but which is found in the glosses of H. καμάρη, καμαρίς (Fick KZ 43, 137, Schwyzer WuS 12, 31 n. 3; cf. also Weber PhW 54, 1068ff., Kretschmer Glotta 26, 62f.). One adduces also Lat. camurus, -a, -um curved (of hornes), vaulted. Other comparisons remain uncertain: Skt. kmárati be curved (gramm.; s. Mayrhofer Wb. s. v.), gr. κμέλεθρον from *κμέρεθρον (?; cf. s. v.), the German. word for heaven, e. g. Goth. himins . For a loan from an eastern language: Fick l. c. (from Iranian), Solmsen BphW 1906, 852f. (from Carian acc. to sch. Orib. 46, 21, 7; against it Bq 402 n.). - From Greek Lat. camera and from there into Germanic and Baltoslavic. Pok. 524, W.-Hofmann s. camera and camurus; s. also Bq. - Cf. κάμινος.
Middle Liddell
Lat. camera, anything with an arched cover, a covered carriage, Hdt.
Frisk Etymology German
καμάρα: ion. -ρη
{kamára}
Grammar: f.
Meaning: Gewölbe, Zimmerwölbung, gewölbte Kammer, Wagen und Barke mit gewölbtem Dach (Hdt., LXX, Str., hell. u. späte Inschr. u. Pap. usw.).
Derivative: Davon καμάριον (Inschr. u. a.), καμαρία· κοιτὼν καμάρας ἔχων H., καμαρικός mit einem Gewölbe versehen (Ath. Mech.). Denominative Verba: 1. καμαρόω mit einem Gewölbe ausrüsten mit καμάρωσις Wölbung (hell. Pap. u. a.), καμάρωμα Gewölbe (Str., Gal.), -ωτός gewölbt (Str. u. a.), -ωτικός beim Wölben benutzt (Pap.); 2. καμαρεύω anhäufen, herbeischaffen, sich anstrengen (H.); 3. ngr. καμαρώνω sich brüsten, stolz sein (Kukules Festschr. f. Hatzidakis 33ff.). — Außerdem καμάρης· δέσμης, καμάραι· ζῶναι στρατιωτικαί, καμαρίς· κοσμάριον γυναικεῖον H.; vgl. unten.
Etymology: An καμάρα erinnert vor allem das in der Bedeutung allerdings stark abweichende aw. kamarā Gürtel, aus dem jedenfalls die oben aus H. angeführten καμάρη, καμαρίς entlehnt sein müssen (Fick KZ 43, 137, Schwyzer WuS 12, 31 A. 3; vgl. auch Weber PhW 54, 1068ff., Kretschmer Glotta 26, 62f.). Hinzu kommt lat. camurus, -a, -um ‘gekrümmt (von Hörnern), gewölbt’. Was sonst zum Vergleich herangezogen worden ist, bleibt mehr oder weniger zweifelhaft: aind. kmárati krumm sein (Gramm.; vgl. Mayrhofer Wb. s. v.), gr. κμέλεθρον aus *κμέρεθρον (?; vgl. s. v.), das german. Wort für Himmel, z. B. got. himins (mit r:n-Wechsel). Für eine naheliegende Entlehnung aus einer östlichen Sprache sind eingetreten: Fick a. a. O. (aus dem Iranischen), Solmsen BphW 1906, 852f. (aus dem Karischen nach Sch. Orib. 46, 21, 7; dagegen Bq 402 A.). — Aus dem Griech. ist jedenfalls καμάρα ins Latein (camera) und von da aus ins Germanische und Baltoslavische gewandert. WP. 1, 349f., Pok. 524, W.-Hofmann s. camera und camurus; ältere Lit. auch bei Bq. — Vgl. κάμινος.
Page 1,770-771
Mantoulidis Etymological
(=καθετί πού ἔχει θολωτό σκέπασμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.