καμωμένος

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

-η, -ο
1. φτειαγμένος, κατασκευασμένος, τελειωμένος
2. (για καρπούς) γινωμένος, ώριμος.