κανδήλα
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
και καντήλα, η (AM κανδήλη, Μ και κανδήλα και καντήλα)
βλ. καντήλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. candela «κερί, λαμπάδα»].