κερί

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

κερί και κηρί και κηρίο (κηρίον), το (ΑΜ κηρίον, Μ και κηρίν)
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα κηρία
ονομασία διαφόρων μονάδων με τις οποίες μετριέται η ένταση μιας πηγής φωτός
2. κηρός
3. φρ. α) «είναι κίτρινος σαν το κερί» ή «είναι άσπρος σαν το κερί» — είναι ωχρός από αρρώστια ή από φόβο
β) «σέ ζητούσα με το κερί» — είχα απόλυτη ανάγκη και επιθυμία να σέ συναντήσω
γ) «λειώνει σαν το κερί» — για πρόσωπο που αδυνατίζει φανερά και βαθμιαία
δ) «κρατάει το κερί» — για συγγενή ή παρόντα φίλο μιας γυναίκας που ανέχεται ή υποθάλπει παράνομη ερωτική σχέση της με άλλον
4. παροιμ. «τάζει της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι» — γι' αυτούς που χρησιμοποιούν κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, για να πετύχουν τον σκοπό τους
νεοελλ.-μσν.
κυλινδρικό ραβδί που συνήθως χρησιμοποιείται στις εκκλησίες, αλλά και για φωτισμό, κατασκευασμένο από κερί μελισσών ή από διάφορα υποκατάστατα του, που περιβάλλουν ένα φιτίλι του οποίου η καύση παράγει φωτιστική φλόγα
αρχ.
1. κηρήθρα («ὡς ἐν κηρίῳ κηφὴν ἐγγίγνεται», Πλάτ.)
2. μτφ. καθετί ευχάριστο
3. είδος νοσήματος του δέρματος
3. στον πληθ. το κηρία
το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερί < κερ-ίον (με τροπή του ί σε e προ του -ρ-, πρβλ. σίδηρος > σίδερο) < κηρ-ίον, υποκορ. του κηρός].