καπιτάλι

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

το
χρηματικό κεφάλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capitale < λατ. capitalis (< θ. capit- του τ. caput «κεφάλι»].