καπλαντίζω

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

1. επενδύω κάτι με καπλαμά
2. ντύνω πάπλωμα με σεντόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapladim, αόρ. του ρ. kaplamak (βλ. καπλαμάς)].