ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
1. επενδύω κάτι με καπλαμά
2. ντύνω πάπλωμα με σεντόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapladim, αόρ. του ρ. kaplamak (βλ. καπλαμάς)].