καπλαντίζω

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

1. επενδύω κάτι με καπλαμά
2. ντύνω πάπλωμα με σεντόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapladim, αόρ. του ρ. kaplamak (βλ. καπλαμάς)].