καρυῶτις

English (LSJ)

ιδος, ἡ, date, Dsc.1.109.

German (Pape)

[Seite 1331] ιδος, ἡ, = Folgdm, Diosc.

Greek Monolingual

καρυῶτις, ἡ (Α)
ο καρπός της χουρμαδιάς, ο χουρμάς.