Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(I)
κάς, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ δέρμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. κασάς].
(II)
κάς (Α)
διαλεκτ. τ. (κυπρ., αρκαδ.) αντί του καί.
(III)
κἀς (Α)
κράση τών λ. καὶ εἰς ή καὶ ἐς («κἀς τὴν πόλιν ἐλθών», Αριστοφ.).