κατάργησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, making null, abolishing, cj. in Sm.Ps.45.9, La.1.7.
German (Pape)
[Seite 1374] ἡ, das außer Wirksamkeit Setzen, Abschaffen, Sp., bes. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κατάργησις: -εως, παῦσις τῆς ἐνεργείας, ἡ κατάλυσις, ἀναίρεσις, ἀθέτησις, Ὠριγέν. κλ.