καταβολισμός

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

ο
βιολ. μια από τις δύο φάσεις του μεταβολισμού η οποία περιλαμβάνει το σύνολο τών φαινομένων αποδόμησης της ζώσας ύλης, μέρος της οποίας μεταβάλλεται σε απεκκρίματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. catabolism < cata- (πρβλ. κατα-) + -bol- (πρβλ. βολή < βάλλω) + κατάλ. -ism].