καταβρώθω
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
καταβρώθω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ καταβιβρώσκω, Βαβρ. μέρος 2. 67, 18· πρβλ. βεβρώθοις ἐν Ἰλ. Δ. 35.
Greek Monolingual
καταβρώθω (Α)
κατατρώγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για υποχωρητικό σχηματισμό από τον παθ. αόρ. κατ-ε-βρώ-θην του κατα-βι-βρώ-σκω κατά το σχήμα ἐ-κλώσ-θην: κλώθω.
Greek Monotonic
καταβρώθω: μεταγεν. τύπος του καταβιβρώσκω, σε Βάβρ.