κατακόκκινος

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κατακόκκινος, -ον)
αυτός που έχει έντονο κόκκινο χρώμα
νεοελλ.
παροιμ. «κι έτσι κι έτσι κόκκινη, κι έτσι κατακόκκινη» — γι' αυτόν που αδιαφορεί για μεγάλο αδίκημα που έκανε.