καταλωφώ

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source

Greek Monolingual

καταλωφῶ, -άω και ποιητ. και ιων. τ. -έω (Α)
1. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι από κάτι
2. απαλλάσσω κάποιον από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λωφῶ «αναπαύομαι»].