καταναλώσιμος
From LSJ
γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που μπορεί να καταναλωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατανάλωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].