κατεκλύω

English (LSJ)

cause to relax in one's effort, τὸν Ἀντίοχον Plb.5.63.2.

German (Pape)

[Seite 1394] (s. λύω), auflösen, schwächen, Ἀντίοχον Pol. 5, 63, 2.

Russian (Dvoretsky)

κατεκλύω: ослаблять, подрывать (мощь) (Ἀντίοχον Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κατεκλύω: ἐντελῶς ἐκκλύω τινά, καταστρέφω, τὸν Ἀντίοχον Πολύβ. 5. 63. 2.

Greek Monolingual

κατεκλύω (Α)
εξασθενίζω κάποιον, καταστρέφω κάποιον εντελώς («διαπρεσβευόμενοι κατεκλύειν τὸν Ἀντίοχον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐκ-λύω «διαλύω»].