κατεπέστην

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monotonic

κατεπέστην: αόρ. βʹ του καθεφίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεπέστην stamaor. van κατεφίσταμαι.