κατεστεμμένος

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Russian (Dvoretsky)

κατεστεμμένος: [part. pass. к καταστέφω обмотанный, увитый (ἐρίῳ Plut.).