κατόπτευση

Greek Monolingual

η (ΑΜ κατόπτευσις) κατοπτεύω
η προσεκτική παρατήρηση, η επιτήρηση συνήθως από υψηλότερο σημείο
νεοελλ.
στρ. το σύνολο ενεργειών που κάνει στρατού για την αναγνώριση τών θέσεων του εχθρού.