κείμενα

Greek Monolingual

κείμενα (Μ)
επίρρ. σύμφωνα με τον νόμο («κείμενα καὶ κατά την κρίσιν», Ασσίζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κείμενον, ουδ. της μτχ. κείμενος του κεῖμαι.