κεραυνίτης
From LSJ
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
German (Pape)
[Seite 1422] ὁ, ein Edelstein, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνίτης: λίθος, ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Κλήμ. Ἀλ. 241.
Greek Monolingual
κεραυνίτης ὁ (Α) κεραυνός
είδος πολύτιμου λίθου.