κεφαλαιοκρατία
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Greek Monolingual
η
(κοινωνιολ.-οικον.)
1. το οικονομικό και κοινωνικο ουστημα του καπιταλισμού
2. το σύνολο τών κεφαλαιούχων.