κιννάβαρις
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
cinabre, minerai de couleur rouge.
Étymologie: DELG emprunt prob. oriental.
Greek Monolingual
κιννάβαρις, -έως, ὁ (Α)
1. το κιννάβαρι
2. το ερυθρόδανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κιννάβαρι].