κιούγκι

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

το
σωλήνας υπονόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kunk].