κιρσώ

From LSJ

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source

Greek Monolingual

κιρσῶ, -όω (Α) κιρσός
προκαλώ σε κάποιον κιρσούς.