κισσο

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek (Liddell-Scott)

κισσο: χίτων ῐ, ωνος, ὁ, ἡ, ἐνδεδυμένος μὲ κισσόν, Ὀρφ. Λιθ. 258.

Russian (Dvoretsky)

κισσο: в сложн. словах = κισσός.