κιτρινάδα

From LSJ

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source

Greek Monolingual

η (Μ κιτρινάδα) κίτρινος
ίκτερος, χρυσή
νεοελλ.
1. το χρώμα του κίτρου
2. η ωχρότητα.