κλάδεμα

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

και κλάδευμα, το (AM κλάδευμα) κλαδεύω
νεοελλ.
1. το μεθοδικό κόψιμο τμημάτων τών κλάδων ή τών βλαστών από δέντρα και θάμνους για να δοθεί ορισμένο σχήμα στην κόμη του φυτού ή για να διευθετηθεί η βλάστησή του ώστε να ελεγχθεί η καρποφορία του
2. μτφ. σφαγή, σφάξιμο, αποκεφαλισμός
αρχ.
στον πληθ. τὰ κλαδεύματα
φύλλα κομμένα από τα δέντρα.